- στροβιλοειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει σχήμα στροβίλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στροβιλοειδής — στροβῑλοειδής , στροβιλοειδής like a masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροβιλοειδής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με δίνη, στροβιλώδης αρχ. αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, κωνικός. επίρρ... στροβιλοειδῶς Α με κωνικό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + ειδής*] … Dictionary of Greek
στροβιλοειδές — στροβῑλοειδές , στροβιλοειδής like a masc/fem voc sg στροβῑλοειδές , στροβιλοειδής like a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
αεροδίνη — η (Μετεωρ.) ατμοσφαιρικό φαινόμενο μικρής κλίμακας χρόνου (διαρκεί από μερικά δευτερόλεπτα ώς λίγα λεπτά) και περιορισμένων διαστάσεων, κατά το οποίο σημειώνεται κατακόρυφη ή κεκλιμένη στροβιλοειδής κίνηση τού ατμοσφαιρικού αέρα είτε κατά τη… … Dictionary of Greek
στροβιλώδης — ες / στροβιλώδης, ῶδες, ΝΑ [στρόβιλος] νεοελλ. φυσ. αυτός που αναφέρεται στη γένεση στροβίλων μέσα στη μάζα ενός ρευστού, αλλ. τυρβώδης («στροβιλώδης ροή») αρχ. στροβιλοείδής, κωνικός («ὅρος στροβιλῶδες», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
στροβιλοειδῶς — στροβῑλοειδῶς , στροβιλοειδής like a adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)